τειχοδόμος

Revision as of 21:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ον (parox.),

   A building walls, wall builder, builder of walls, builder of fortifications Man.4.291, Poll.1.161.

German (Pape)

[Seite 1081] eine Mauer od. Burg erbauend, Maneth. 4, 291.

Greek (Liddell-Scott)

τειχοδόμος: -ον, ὁ κτίζων, ὁ οἰκοδομῶν τείχη, Μανέθων 4. 291, Πολυδ. Α΄, 161, πρβλ. τειχοποιός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui construit un rempart, une forteresse.
Étymologie: τεῖχος, δέμω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
οικοδόμος τείχους ή τειχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -δόμος (< δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οικο-δόμος, πυργο-δόμος.

Greek Monotonic

τειχοδόμος: -ον (δέμω), αυτός που χτίζει, που οικοδομεί τείχη.

Middle Liddell

τειχο-δόμος, ον, δέμω
building walls.