ἐπισκοπία

Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ἡ,

   A = εὐστοχία, condemned by Poll.6.205.

German (Pape)

[Seite 979] ἡ, = εὐστοχία, Poll. 6, 205; aber Ep. ad. (App. 315), τὴν γλυκερὴν ἡλίου ἐπισκοπίην ἔλιπον, nach Jac. em., das Beschauen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκοπία: ἡ, = εὐστοχία, ἀλλ’ ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. (Ϛ΄, 205). ΙΙ. πρόσβλεψις, παρατήρησις, ἡλίου Ἀνθ. Π. παράρτ. 315. ΙΙΙ. = ἐπισκοπή, Εὐσέβ. ΙΙ. 1136Α, Ἐπιφάν. ΙΙ. 220Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de lancer ses rayons.
Étymologie: ἐπίσκοπος¹.

Greek Monolingual

ἐπισκοπία, ἡ (Α)
1. η ευστοχία
2. παρατήρηση
3. η επισκοπή.

Greek Monotonic

ἐπισκοπία: ἡ (ἐπισκοπέω), πρόσβλεψη, ενατένιση, παρατήρηση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκοπία: ἡ созерцание, видение (ἡλίου Anth.).

Middle Liddell

ἐπισκοπία, ἡ, ἐπισκοπέω
a looking at, Anth.