ενατένιση
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
η (AM ἐνατένισις)
έντονη παρατήρηση, προσήλωση του βλέμματος
νεοελλ.
μάθηση δι' αποκαλύψεως («έφτασαν ώς την ενατένιση της αλήθειας», Ζ. Παπαντ.).