Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπισκοπέω

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκοπέω Medium diacritics: ἐπισκοπέω Low diacritics: επισκοπέω Capitals: ΕΠΙΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: episkopéō Transliteration B: episkopeō Transliteration C: episkopeo Beta Code: e)piskope/w

English (LSJ)

fut. ἐπισκέψομαι, later
A ἐπισκοπήσω Babr. 103.8: aor. ἐπεσκεψάμην, later ἐπεσκόπησα Luc.Herm.44, 59: pf. ἐπέσκεμμαι Hp.VM14, Pl.Epin.990a; also in pass. sense, Arist.Cael.299a10, PA692a18:—look upon or look at, inspect, observe, ἱστορίας καὶ τἆλλα ἔγγραφα Milet.3.155 (ii B.C.) (also in Med., ἐπισκοπέω τὸ περίχωμα PLille 1v 27 (iii B.C.), etc.); regard, τἄμ' ἐ. κακά E.Heracl.869; of tutelary gods, Θηβαΐας ἐπισκοποῦντ' ἀγυιάς, of Bacchus, S.Ant.1136 (lyr.); Ἴλιον.. ἐπισκοπεῖ σεμνὸς Ποσειδῶν E.IT1414, cf. Ph.661 (lyr.); Δῆμ', ἐναργῶς ἡ θεός σ' ἐπισκοπεῖ Ar.Eq.1173, cf. 1186; also of a ruler, ἐπισκοπέω τὴν πολιτείαν Pl.R. 506b, cf. X.Oec.4.6 (so in Med., θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο ἡμᾶς observed, Pl.Ly.207a): followed by Relat., ἐ. καὶ ἀναμετρήσαντες ὅσῳ ἐλάσσωνχῶρος γέγονε Hdt.2.109; ἐ. πῶς ἔχει Pl. Grg.451c; τόδε ἐπίσκεψαι εἴ τι λέγω Id.Phd.87b, cf. X.Mem.2.1.22; πότερον.. ἤ.. Pl.R. 518a; τίς εἴη.. X.Mem.3.2.4, cf. Smp.1.12; ἐπισκοπέω μή.. take care lest, Ep.Hebr.12.15.
2. visit, ὦ θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών S.Aj.854; visit as a friend (ironically), D.9.12; esp. visit the sick, X.Cyr.8.2.25, Mem.3.11.10; of the physician, Hdn.4.2.4:—Med., D.59.56, Gal.11.2, 14.633:—Pass., εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην visited not by dreams, i.e. sleepless, A.Ag. 13.
3. of a general, inspect, review, τὰς τάξεις X.An.2.3.2; τὰ ὅπλα Id.Cyr.6.3.21, cf. A.Eu.296.
4. consider, reflect, meditate, ὅ τι ἂν μέλλῃς ἐρεῖν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώμῃ Isoc.1.41; also . πρός τι Pl.Lg.924d; περί τινος Id.Prt.348d, al., Ceb.35.5; ὑπέρ τινος Plb.3.15.2; σαυτὸν ἐ. ὅστις εἴης X.Mem.4.2.24; ἐ. τίς... ποία τις.. Arist.Pol.1274b32; πότερον.. ib.1276b16:—Med., examine with oneself, meditate, Pl.Phd. 91d; εἰς τὸ ἀληθὲς ἐ. τι Id.Phlb.61e, cf. Alex. 219.8, Philem.46:—Pass., pf. (v.supr.).
5. exercise the office of ἐπίσκοπος, v.l.in 1 Ep.Pet.5.2.

German (Pape)

[Seite 979] bei den bessern Att. nur im pr. u. impf. (vgl. ἐπισκέπτομαι), darauf sehen, betrachten, beobachten, τὸν ὑψόθεν σκοπὸν ἐπισκόπει Aesch. Suppl. 376, vgl. Ch. 59; überschauen, wie der Feldherr, Eum. 286; besuchen, εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην Ag. 13; Θηβαΐας ἐπισκοποῦντ' ἀγυιάς, von Bacchus, dem Schutzgott Thebens, Soph. Ant. 1123; vgl. Eur. I. T. 1414 Ar. Equ. 1173; δράκων ῥέεθρα δεργμάτων κόραισι ἐπισκοπῶν Eur. Phoen. 661; χοροῦ κατάστασιν Ar. Th. 957; in Prosa, πρός τι, Plat. Legg. XI, 924 d; ἐμὲ φερόμενον Crat. 414 b; τῆς διαβολῆς τὴν αἰτίαν Rep. VI, 490 d; εἰ ἔστιν ἐπισκοπῶμεν Charm. 168 a; πῶς ἔχει Gorg. 451 c; τίς εἴη Xen. Mem. 3, 2, 4; περί τινος, 3, 5, 1; ἐπεσκοποῦμεν εἴ τι ἐξαιροῦνται Dem. 35, 29; mustern, τὰς τάξεις Xen. An. 2, 3, 1; dem ἐφορᾶν entsprechend, Oec. 4, 6; Kranke besuchen, Cyr. 8, 2, 25. – Auch im med., εἰς τὸ ἀληθὲς ἐπισκοπούμενος Plat. Phil. 61 e; θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο ἡμᾶς Lys. 207 a; Xen. Oec. 10, 10. – Bei Sp. Bischof sein.

French (Bailly abrégé)

ἐπισκοπῶ :
seul. prés. et impf. chez les Att. ; pour les autres temps, on emploie ἐπισκέπτομαι;
1 avoir l'œil sur, penser à, songer à;
2 inspecter : τὰς τάξεις XÉN, τὰ ὅπλα XÉN les rangs, les armes ; visiter (un malade, un ami pour le consoler);
3 examiner, observer, rechercher : ὅ τι ἂν μέλλῃς ἐρεῖν, πρόκερον ἐπισκόπει τῇ γνώμῃ ISOCR ce que tu dois dire, examine-le d'abord par la réflexion;
Moy. ἐπισκοπέομαι, ἐπισκοποῦμαι visiter PLUT.
Étymologie: ἐπίσκοπος¹.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκοπέω: (только praes. и impf., проч. формы от ἐπισκέπτομαι)
1 досл. смотреть, взирать, созерцать, перен. рассматривать, исследовать (τι Plat., Arst., Plut., πρός τι Plat., περί τινος Plat., Arst. или ὑπέρ τινος Polyb.): ὁ τι ἂν μέλλῃς ἐρεῖν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώμῃ Isocr. то, что ты хотел бы сказать, сначала обдумай; ἃ δεῖ ἡμᾶς ἐπισκοπεῖσθαι Plat. то, что нам следует обсудить;
2 производить осмотр, осматривать (τὰς τάξεις, τὰ ὅπλα Xen.);
3 посещать, навещать (Θηβαΐας ἀγυιάς Soph.): ὁπότε δέ τις ἀσθενήσειε, ἐπισκόπει Xen. как только кто-л. заболевал, (Кир) навещал (его); εὐνὴ ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένη Aesch. ложе, не посещаемое сновидениями, т. е. бессонное;
4 смотреть (за чем-л.), наблюдать, блюсти, хранить, охранять (τὸν ὑψόθεν σκοπόν Aesch.; Ἴλιον Eur.; τὴν πολιτείαν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι, μεταγεν. -σκοπήσω, Βαβρ. 103. 8: Μέσ. ἀόρ. -εσκεψάμην, μεταγεν. -εσκόπησα, Λουκ. Ἑρμότ. 44 καὶ 59: πρκμ. ἐπέσκεμμαι, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Πλάτ. Ἐπινομ. 990Α· ὡσαύτως ἐν παθητ. σημασίᾳ Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 1, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 11, 21. Παρατηρῶ, ἐξετάζω τι, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: προσέχω εἴς τι, ῥίπτω ἓν βλέμμα εἰς αὐτό, βλέπω, ὦ Ζεῦ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακὰ Εὐρ. Ἡρακλ. 869· ἐπὶ πολιούχων θεῶν, Θηβαΐας ἐπισκοποῦντ’ ἀγυιάς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀντ. 1136· Ἴλιον... ἐπισκοπεῖ σεμνὸς Ποσειδῶν Εὐρ. Ι. Τ. 1414, πρβλ. Φοιν. 661· ὦ Δῆμ’, ἐναργῶς ἡ θεὸς ἐπισκοπεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1173, πρβλ. 1186· ὡσαύτως ἐπὶ κυβερνήτου πόλεως, οὐκοῦν ἡμῖν ἡ πολιτεία τελέως κεκοσμήσεται, ἐὰν ὁ τοιοῦτος αὐτὴν ἐπισκοπῇ φύλαξ, ὁ τούτων ἐπιστήμων; Πλάτ. Πολ. 506Β, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 4, 6· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Πλάτ. Λύσ. 207Α· ― ἀκολουθουσῶν ἐξηρτημένων προτάσεων, ἐπ. ὅσῳ ἐλάσσωνχῶρος γέγονε Ἡρόδ. 2. 109· ἐπ. πῶς ἔχει Πλάτ. Γοργ. 451C· τόδ’ ἐπίσκεψαι εἴ τι λέγω ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 87Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· πότερον…, ἤ... Πλάτ. Πολ. 518Α· τίς εἴη... Ξεν. Ἀπομν. 3. 2, 4, πρβλ. Συμπ. 1, 12· ἐπ. μη..., προσέχειν μήπως, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. ε΄, 2. 2) ἐπισκέπτομαι, ὦ θάνατε, νῦν μ’ ἐπίσκεψαι μολὼν Σοφ. Αἴ. 854· ἐπισκέπτομαί τινα ὡς φίλος ἢ ὡς ἰατρός, Δημ. 113. 25· ἐπ. τοὺς κάμνοντας Ξεν. Κύρ. 8. 2, 25, Ἀπομν. 3. 11, 10, Πλούτ. κλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ Μέσ., Δημ. 1364. 11. ― Παθ., εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην, ἣν δὲν ἐπισκέπτονται ὄνειρα, δηλ. ἄϋπνον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 13. 3) ἐπὶ στρατηγοῦ, ἐπιθεωρῶ, ἐπιβλέπω, τὰς τάξεις Ξεν. Ἀν. 2. 3, 2· τὰ ὅπλα ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 5, 21, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 296. 4) ἐξετάζω τι καλῶς, ὅ,τι ἂν μέλλῃς ἐρεῖν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώμῃ Ἰσοκρ. 11Α· ὡσαύτως, ἐπ. πρός τι Πλάτ. Νόμ. 924· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 348D, κ. ἀλλ., Ξεν.· ὑπέρ τινος Πολύβ. 3. 15, 2· ἐπεχείρησας σαυτὸν ἐπισκοπεῖν ὅστις εἴης; Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 24· ἐπ. τίς..., ποία τις…, κτλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 1· πότερον… αὐτόθι 3. 4, 1. ― Μέσ., ἐξετάζω κατ’ ἐμαυτόν, μελετῶ, σκέπτομαι, Πλάτ. Φαίδων 91D· εἰς τὸ ἀληθὲς ἐπ. τι ὁ αὐτ. Φίληβ. 61Ε, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 3. 8, Φιλήμ. ἐν «Μύστιδι» 1. 5) ἐπίσκοπός εἰμι, = ἐπισκοπεύω, Ἰγνάτ. 696Α, Κλημέντ. 40Α, Εὐσέβ. ΙΙ. 684, Ἀθανάσ. Ι. 348C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ. 1076C, κλ.

English (Strong)

from ἐπί and σκοπέω; to oversee; by implication, to beware: look diligently, take the oversight.

English (Thayer)

ἐπισκόπω; to look upon, inspect, oversee, look after, care for: spoken of the care of the church which rested upon the presbyters, T WH omit) (with τήν ἐκκλησίαν added, Ignatius ad Romans 9,1 [ET]); followed by μή (which see II:1a.) equivalent to Latin caveo, to look carefully, beware: Aeschylus down.)

Greek Monotonic

ἐπισκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, μεταγεν. -σκοπήσω, αόρ. αʹ -εσκεψάμην, παρακ. ἐπέσκεμμαι·
1. κοιτάζω, παρατηρώ ή προσβλέπω, ατενίζω, επιθεωρώ, παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, σε Ηρόδ., Ευρ.· αγρυπνώ, προσέχω, λέγεται για πολιούχους θεούς, σε Σοφ., Ευρ.
2. επισκέπτομαι, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην, αυτή που δεν την επισκέπτονται τα όνειρα, δηλ. άϋπνη, σε Αισχύλ.
3. λέγεται για στρατηγό, επιθεωρώ, επιβλέπω, σε Ξεν.
4. σκέφτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ, σε Σοφ., Ξεν. — Μέσ., εξετάζω με τον εαυτό μου, αυτοσυγκεντρώνομαι, διαλογίζομαι, μελετώ, σκέπτομαι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -σκέψομαι later -σκοπήσω aor.1 -εσκεψάμην perf. ἐπέσκεμμαι
1. to look upon or at, inspect, observe, examine, regard, Hdt., Eur.: to watch over, of tutelary gods, Soph., Eur.
2. to visit, Soph., Xen., etc.:—Pass., εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην visited not by dreams, i. e. sleepless, Aesch.
3. of a general, to inspect, review, Xen.
4. to consider, reflect, Soph., Xen.:—Mid. to examine with oneself, meditate, Plat.

Chinese

原文音譯:™piskopšw 誒披-士可胚哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-注意 相當於: (דַּרְיׄושׁ‎ / דָּרַשׁ‎)
字義溯源:督視,照管,細心照顧,謹慎;由(ἐπί)*=在⋯上)與(σκοπέω)=意圖)組成;其中 (σκοπέω)出自(σκοπός)=注視),而 (σκοπός)又出自(σκέπασμα)X*=窺視)
出現次數:總共(2);來(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 照管(1) 彼前5:2;
2) 你們要細心照顧(1) 來12:15