ὑπογύπωνες

Revision as of 21:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

οἱ,

   A a sort of dancers, Poll.4.104.

German (Pape)

[Seite 1213] οἱ, eine Art Tänzer, Poll. 4, 104.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογύπωνες: οἱ, εἶδος ὀρχηστρῶν παρὰ Πολυδ. Δ΄, 104.

Greek Monolingual

οι / ὑπογύπωνες, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα)
1. χορευτές οι οποίοι στον χορό τους παρίσταναν γέροντες
2. συνεκδ. ο ίδιος ο χορός τών χορευτών αυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γύπωνες «χορευτές στη Σπάρτη»].