δαμαστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A subduer, Gloss., prob. epith. of Ἔρως, [Epich.]301.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμαστής: -οῦ, ὁ, ὁ καθυποτάσσων, Γλωσσ.· δαμαστικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ.
Spanish (DGE)
(δᾰμαστής) -οῦ, ὁ
domador, subyugadorde Eros, Epich.283, cf. Gloss.2.266.
Greek Monolingual
ο (θηλ. δαμάστρια, η) (Μ δαμαστής, ο) δαμάζω
αυτός που δαμάζει, που τιθασεύει κάποιον ή κάτι.