δρεπτός

Revision as of 23:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A plucked: δρεπτόν, a name for a kiss, TeleclId.13.

Greek (Liddell-Scott)

δρεπτός: -ή, -όν, (δρέπω) ὃν ἔδρεψέ τις, δρεπτόν, εἶδος φιλήματος, ἁρπακτόν, Τηλεκλείδ. Ἀψευδ. 3 (Ἡσύχ.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
recolectado, cosechado Hsch.s.u. δροπά, EM 287.27G.
arrancado, fig. robado subst. τὸ δρεπτόν cierto tipo de beso Telecl.14, cf. Paus.Gr.μ 5.

Greek Monolingual

δρεπτός, -ή, -όν (Α)
(για φιλί) αρπαχτό.