λάδας

Revision as of 08:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἔλαφος νεβρίας, Hsch.

German (Pape)

[Seite 5] nach Hesych. ἔλαφος νεβρίας.

Greek (Liddell-Scott)

λάδας: ὁ, «ἔλαφος νεβρίας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λάδας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἔλαφος νεβρίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται και ως όνομα δύο ολυμπιονικών της Πελοποννήσου].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: ἔλαφος νεβρίας H.
Derivatives: Aslo PN (Paus. 3, 21,1).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Fur. 195 n. 50 comments: "Dass Tiere aus dem Hirschgeschlecht oft der Bunte. der Gefleckte heissen, ist eine bekannte Tatsache..." (νεβρίας means dappled like a fawn).