λίταργος

Revision as of 08:59, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A running quick, An.Ox.2.236, EM567.38, prob. in Semon.7.12 (λιτοργόν codd. Stob.).

German (Pape)

[Seite 54] von den VLL. schnell erkl. u. vom Schol. Ar. Nubb. 1234 von λίτη, = θύρα, u. ἀργός abgeleitet, was höchstens auf ἀπολιταργίζω paßt. Andere denken an λιἀργός.

Greek (Liddell-Scott)

λίταργος: [ῐ], -ον, ὁ ταχέως τρέχων, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 236.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court vite.
Étymologie: DELG mot pop., de ἀργός¹, avec λιτ- fonctionnant comme préfixe intensif.

Greek Monolingual

λίταργος, -ον (Α)
αυτός που σπεύδει, που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λιταργίζω.

Greek Monotonic

λίταργος: [ῐ], -ον (λι-), αυτός που τρέχει γρήγορα.

Middle Liddell

λί˘τ-αργος, ον [λι-]
running quick.