θύρσιον
English (LSJ)
τό,= θύμον, Ps.-Dsc.3.36; also,= κατανάγκη, ib.4.131; symbolic of Aquarius, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.274. II θυρσίον, Dim. of θύρσος, Hero Spir.2.9.
Greek (Liddell-Scott)
θύρσιον: τό, = θύμον, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθ. λ.) 3. 44: - ὡσαύτως = κατανάγκη, αὐτόθι 4. 134.
Greek Monolingual
θύρσιον και θυρσίον, τὸ (Α)
1. μικρός θύρσος
2. θύμος, θυμάρι
3. είδος αναρριχητικού φυτού, αλλ. κατανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. αρν-ίον, παιδ-ίον)].