λεόντεος

Revision as of 09:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον, = foreg. 1, γάλα dub. in Alcm.34.5.

German (Pape)

[Seite 28] vom Löwen, Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lion.
Étymologie: λέων.

Greek Monolingual

λεόντεος, -έα, -ον (Α) λέων
(αμφβλ. γρφ.) λεόντειος.

Greek Monotonic

λεόντεος: ποιητ. λεόντειος, -α, -ον, αυτός που ανήκει σε λιοντάρι, λιονταρίσιος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λεόντεος, ποετ. λεόντειος, η, ον
of a lion, Theocr.