μαζηρὸς

Revision as of 09:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

πίναξ, trencher

   A for barley-cakes, Poll.10.84.

Greek (Liddell-Scott)

μαζηρὸς: πίναξ, πινάκιον ἐφ’ οὗ τιθέμεναι αἱ μᾶζαι διενέμοντο, Πολυδ. Ι΄, 84, ἴδε μαζονόμος.

Greek Monolingual

μαζηρός, -όν (Α) μᾱζα
φρ. «μαζηρὸς πίναξ» — πινάκιο για το σερβίρισμα τών κομματιών της κρίθινης μάζας.