πινάκιο

From LSJ

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source

Greek Monolingual

πινάκιο, το / πινάκιον, ΝΜΑ, και πινάκι Ν, πινάκιν Μ πίναξ, -ακος]
1. πήλινο, συνήθως, επιτραπέζιο σκεύος, στο οποίο σερβίρεται το φαγητό, πιάτο
2. φρ. «ἀντί πινακίου φακῆς» — με πολύ μικρό και ευτελές αντάλλαγμα
νεοελλ.
1. (νομ.) δημόσιο βιβλίο που τηρείται σε κάθε δικαστήριο, αριθμημένο κατά σελίδα, μονογραφημένο από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή τον ειρηνοδίκη, στο οποίο καταχωρίζονται οι υποθέσεις που πρόκειται να συζητηθούν κατά προτεραιότητα εγγραφής σε κάθε δικάσιμο
2. κομμάτι από χαρτί ή χαρτόνι με σημειώσεις για σχέδιο μαθήματος, στρατιωτικών ασκήσεων κ.ά. χρήσεις
3. πλαίσιο, στο οποίο ανακοινώνονται οι υποθέσεις και η σειρά εκδίκασής τους, με τις οποίες θα ασχοληθεί το δικαστήριο σε ορισμένη δικάσιμο
4. φρ. α) «πινάκιο προεξόφλησης» — έντυπο στο οποίο καταγράφονται γραμμάτια και συναλλαγματικές που προσκομίζονται στην τράπεζα για προεξόφληση
β) «πινάκιο πωλήσεων» — κατάσταση πωλήσεων που στέλνει ο αντιπρόσωπος επιχείρησης και αποτελεί τη βάση για την εκκαθάριση τών λογαριασμών της
μσν.-αρχ.
1. μικρός πίνακας, σανίδα αλειμμένη με κερί, πάνω στην οποία έγραφαν
2. σανίδα πάνω στην οποία ζωγράφιζαν
3. αστρονομικός πίνακας
αρχ.
1. ο πίνακας για την καταγραφή τών νόμων
2. κατάστιχο σημειώσεων, σημειωματάριο.