ὁ,
A v. μείς. μῆστο· ἐβουλεύσατο, Hsch.; cf. μήδομαι.
[Seite 178] ὁ, dor. = μείς, Tab. Heracl.
μής: ὁ, Δωρ. ἀντὶ μείς, μήν, Ἀρκάδιος 126. 9, Θεογνώστου Κανόν. 134. 31.