λιθουργός

Revision as of 09:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A stone-mason, Ar.Av.1134, Th.4.69, 5.82, etc.; sculptor in marble, opp. ἀνδριαντοποιός (in bronze), Arist.EN1141a10, cf.Supp.Epigr.3.464 (Thess., iv B.C.).    2 σιδήρια λιθουργά a stone-mason's tools, Th.4.4.

German (Pape)

[Seite 46] Steine bearbeitend, behauend, Thuc. 4, 69, σιδήρια, 4, 4; neben τέκτονες, Plut. Pericl. 12; Bildhauer, Arist. eth. 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν λίθον, λιθοξόος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134, Θουκ. 4. 69., 5. 82· συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ἀνδριαντοποιός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 1. 2) σιδήρια λιθουργά, τοῦ λιθοξόου τὰ ἐργαλεῖα, Θουκ. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui sert à travailler la pierre;
2λιθουργός tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, ἔργον.

Greek Monolingual

λιθουργός, ὁ (Α)
1. αυτός που κατεργάζεται λίθο, λιθοξόος
2. ο γλύπτης, σε αντιδιαστολή προς τον ανδριαντοποιό που χρησιμοποιεί ορείχαλκο
3. φρ. «σιδήρια λιθουργά» — εργαλεία του κτίστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -(F)οργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός, τοξ-ουργός].

Greek Monotonic

λῐθουργός: ὁ (ἔργω
I. αυτός που δουλεύει την πέτρα, λιθοξόος, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. ως επίθ., σιδήρια λιθουργά, τα εργαλεία του λιθοξόου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθουργός: II
1) каменотес, каменщик Arph., Thuc., Plut.;
2) ваятель Arst.
камнеобрабатывающий, каменотесный (σιδήρια Thuc.).

Middle Liddell

λῐθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
I. a worker in stone, stone-mason, Ar., Thuc.
II. as adj., σιδήρια λιθουργά a stonemason's tools, Thuc.