μύττακες

Revision as of 09:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

μύκαι, Σικελοί· Ἴωνες πώγωνα, Hsch. μυττάλυτα· μεγάλα (-λου cod.), Id. μυττάξασα· στενάξασα, Id. μυττηκάζειν· στένειν, Id. μύττηξ, a bird, Id. μυττιλανός· ἀπόπληκτος, Id. μυττίς, ἡ,

   A the ink of the cuttle-fish, Id.; cf. μύτις.

Greek (Liddell-Scott)

μύττακες: «μυκαί. Σικελοί· Ἴωνες (Λάκωνες Schmidt)· πώγωνα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μύττακες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μύκαι, Σικελοί
Ἴωνες πώγωνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μύσταξ, -ακος «μουστάκι». Ο τ. Ἴωνες, στο ερμήνευμα του Ησύχ. έχει διορθωθεί σε Λάκωνες ή σε Κρῆτες, στις περιοχές τών οποίων παρατηρείται η εξέλιξη του -στ- σε -ττ-].