οἰωνοκτόνος

Revision as of 10:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A killing birds, χειμών ib.563.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων πτηνά, χειμὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, κτείνω.

Greek Monolingual

οἰωνοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει τα πουλιά («οἰωνοκτόνος χειμών», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.

Greek Monotonic

οἰωνοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει πουλιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοκτόνος: убивающий птиц, т. е. губительный для птиц (χειμών Aesch.).

Middle Liddell

οἰωνο-κτόνος, ον, κτείνω
killing birds, Aesch.

English (Woodhouse)

destroying birds