κτόνος
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ὁ, murder, Zonar.
German (Pape)
[Seite 1520] ὁ, der Mord, scheint nur zur Ableitung der composita αὐτοκτόνος u. ähnl. angenommen.
Greek (Liddell-Scott)
κτόνος: ὁ, θάνατος, φόνος, εὕρηται παρὰ τῷ Ζωναρᾷ 1260.
Greek Monolingual
κτόνος, ὁ (Μ)
φόνος, θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε υστερογενώς κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -κτόνος].
-κτόνος
β' συνθετικό λ. της Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α' συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από ταύρο»). Το θ. κτον- της λ. είναι ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας κτεν (κτεν-jω > κτείνω).Παραδείγματα λ. με συνθετικό -κτόνος: αδελφοκτόνος, ανδροκτόνος, ανθρωποκτόνος, αυτοκτόνος, βρεφοκτόνος, μητροκτόνος, μυοκτόνος, νηπιοκτόνος, παιδοκτόνος, πατροκτόνος, τυραννοκτόνος, ψυχοκτόνος
αρχ.
αλληλοκτόνος, αντικτόνος, βαρβαροκτόνος, βουκτόνος, βροτοκτόνος, γαμβροκτόνος, γογγροκτόνος, γυναικοκτόνος, ελαφοκτόνος, θηλυκτόνος, θηριοκτόνος, θηροκτόνος, ιερακοκτόνος, ιπποκτόνος, κενταυροκτόνος, κυνοκτόνος, κυριοκτόνος, ληστοκτόνος, λυκοκτόνος, μηδοκτόνος, μηλοκτόνος, μνηστηροκτόνος, νεόκτονος, ξενοκτόνος, ξιφοκτόνος, οιωνοκτόνος, οφιοκτόνος, παπποκτόνος, παρδαλιοκτόνος, παρθενοκτόνος, πενθεροκτόνος, περσοκτόνος, πολυκτόνος, πρωτοκτόνος, πυθοκτόνος, σαυροκτόνος, σκυλακοκτόνος, συγγενοκτόνος, συοκτόνος, ταυρόκτονος, ταυροκτόνος, τεκνοκτόνος, τεκοκτόνος, τιτανοκτόνος, τιτυοκτόνος, τραγοκτόνος, φαβοκτόνος, φαραωκτόνος, φονοκτόνος, φυλλοκτόνος, φυτοκτόνος, χιμαροκτόνος, χοιρόκτονος, χοιροκτόνος, χοροκτόνος, χριστοκτόνος
νεοελλ.
ακριδοκτόνος, αρρενοκτόνος, βακτηριοκτόνος, βασιλοκτόνος, γενοκτόνος, εθνοκτόνος, εμβρυοκτόνος, εντομοκτόνος, ζιζανιοκτόνος, ζωοκτόνος, κατσαριδοκτόνο, λιμοκτόνος, μικροδιοκτόνος, μυκητοκτόνος, παρασιτοκτόνος, πνευματοκτόνος, ποντικοκτόνος, σκωληκοκτόνος, συζυγοκτόνος, ταινιοκτόνος, υιοκτόνος, φθειροκτόνος].
Translations
murder
Albanian: vras; Arabic: قَتْل; Armenian: սպանություն; Asturian: asesinatu; Azerbaijani: qətl, öldürmə; Basque: erailketa; Belarusian: забо́йства; Bengali: খূনকতল; Bulgarian: предумишлено уби́йство; Burmese: လူသတ်မှု; Catalan: assassinat; Chinese Cantonese: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Mandarin: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Min Nan: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Czech: vražda; Danish: mord; Dutch: moord, doodslag; Esperanto: murdo; Estonian: mõrv, roim; Finnish: murha; French: meurtre, homicide; Old French: murtre; Galician: asasinato; Georgian: მკვლელობა; German: Mord; Gothic: 𐌼𐌰𐌿𐍂𐌸𐍂; Greek: φόνος, δολοφονία, ανθρωποκτονία; Ancient Greek: αἷμα, κονή, κτόνος, τάφος, φονή, φόνος; Hebrew: רֶצַח; Hindi: ख़ून, क़त्ल, हत्या, घात; Hungarian: gyilkosság; Icelandic: morð; Ido: ocido; Indonesian: pembunuhan; Irish: dúnmharú; Italian: assassinio, omicidio, uccisione; Japanese: 殺人, 謀殺; Kabyle: timenɣiwt; Korean: 살인); Kurdish Central Kurdish: کوشتن; Kyrgyz: адам өлтүрүү; Lao: ຄາດຕະກຳ; Latin: interfectio, homicidium; Latvian: slepkavība; Lithuanian: nužudymas, žmogžudystė; Macedonian: убиство; Malagasy: vono; Malay: pembunuhan; Malayalam: കൊല, ഹത്യ; Maori: kōhuru; Norman: meurtre; Norwegian: mord; Ojibwe: nitaagewin; Old English: morþor; Persian: قتل; Plautdietsch: Mort; Polish: morderstwo, zabójstwo; Portuguese: assassínio, homicídio, assassinato; Romanian: asasinat, crimă; Russian: уби́йство, мо́крое де́ло, мокру́ха; Scottish Gaelic: mort, murt; Serbo-Croatian Cyrillic: убиство, убојство, уморство; Roman: ubistvo, ùbōjstvo, umórstvo; Slovak: vražda; Slovene: umor inan; Spanish: asesinato; Swedish: mord; Tagalog: pagpatay; Tajik: қатл, одамкушӣ, куштор; Tamil: கொலை; Telugu: హత్య; Thai: ฆาตกรรม; Tocharian B: kāwälñe; Turkish: cinayet, adam öldürme; Ukrainian: уби́вство, вби́вство; Vietnamese: giết người, vụ giết người, ám sát, vụ ám sát; Welsh: llofruddiaeth; Xhosa: ukubulala; Yiddish: מאָרד; Yoruba: ìpànìyàn; Zulu: ukubulala