οἰνάριον

Revision as of 10:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό, Dim. of οἶνος,

   A weak or bad wine, D.35.32, Alex.275, Diph.60.8, Polioch.2.7, etc.: pl., POxy.1672.5 (i A. D.).    II a little wine, Diocl.Fr.141, Epict.Ench.12, Sor.1.64, AP 11.189 (Lucill.).    III colloq. for οἶνος, Thphr.Char.17.2, PEleph. 13.5 (iii B. C.) : pl., PCair.Zen.373 (iii B. C.), Ostr.Bodl.iii 369.    IV = ἄμπελος, Gal.19.125.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οἶνος, ἀδύνατοςἄθλιος οἶνος, Δημ. 933. 24, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 5, Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 8, Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 7, κτλ. ΙΙ. ὀλίγος οἶνος, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 mauvais vin;
2 petite quantité de vin.
Étymologie: dim. de οἶνος.

Greek Monolingual

οἰνάριον, τὸ (ΑΜ) οίνος
(υποκορ. του οίνος) κρασάκι
αρχ.
1. αδύνατο ή άθλιο κρασί
2. λίγο κρασί, μικρή ποσότητα κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῦ ζωμοῡ καὶ τοῦ οἰναρίου» Θεόφρ.)
3. η άμπελος.

Greek Monotonic

οἰνάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του οἶνος, αδύνατο ή κακής ποιότητας κρασί, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνάριον: (ᾱ, редко ᾰ) τό
1) неважное винцо, винишко Dem.;
2) немножко вина Sext.

Middle Liddell

οἰνά˘ριον, ου, τό, [Dim. of οἶνος.]
weak or bad wine, Dem.