πεποιθότως

Revision as of 11:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv.=πεπεισμένως, LXX Za.14.11, D.Chr.12.26.

German (Pape)

[Seite 560] adv. part. perf. II. von πείθω, vertrauungsvoll, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεποιθότως: Ἐπίρρ. = πεπεισμένως, Ἀκύλλ. ἐν Παλ. Διαθ., Δίων Χρυσ. 1. 383.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με βεβαιότητα, με πεποίθηση
2. πειστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεποιθώς, -ότος, μτχ. ενεργ. παρακμ. του πείθω.