πεποιθότως

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεποιθότως Medium diacritics: πεποιθότως Low diacritics: πεποιθότως Capitals: ΠΕΠΟΙΘΟΤΩΣ
Transliteration A: pepoithótōs Transliteration B: pepoithotōs Transliteration C: pepoithotos Beta Code: pepoiqo/tws

English (LSJ)

Adv.=πεπεισμένως, LXX Za.14.11, D.Chr.12.26.

German (Pape)

[Seite 560] adv. part. perf. II. von πείθω, vertrauungsvoll, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεποιθότως: Ἐπίρρ. = πεπεισμένως, Ἀκύλλ. ἐν Παλ. Διαθ., Δίων Χρυσ. 1. 383.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με βεβαιότητα, με πεποίθηση
2. πειστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεποιθώς, -ότος, μτχ. ενεργ. παρακμ. του πείθω.