περιτονία

Revision as of 12:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ, f.l. for περιτένεια, Orib.10.27.11.

German (Pape)

[Seite 597] ἡ, das Anspannen, Straffmachen, Ausdehnen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

περιτονία: ἡ, = περίτασις, Ὀρειβ. 325 Matth.· πρβλ. περιταινία.

Greek Monolingual

η, Ν περίτονος
πέταλο ινώδους συνδετικού ιστού, που περιβάλλει το σώμα κάτω από το δέρμα, μεμονωμένους μυς και ομάδες μυών.