περίτονος
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
περίτονον,
A covered with something stretched over, βύρσῃ D.H. 4.58.
II Subst. περίτονον, τό, = περιτόναιον II.1, Eust.1533.41.
German (Pape)
[Seite 597] um-, überspannt, ἀσπὶς βοείᾳ βύρσῃ περίτονος, D. Hal. 4, 58.
Greek (Liddell-Scott)
περίτονος: -ον, = περιτόναιος ΙΙ, Εὐστ. 1533, 41. ΙΙ. ὁ περικεκαλυμμένος διά τινος πράγματος τεταμένου ἐπ’ αὐτοῦ, ἀσπὶς ξυλίνη βύρσῃ βοείῃ περίτονος Διον. Ἁλ. 4. 58.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίτονος, -ον, ΝΜΑ περιτείνω
απλωμένος, τεντωμένος γύρω από κάτι, τοιχωματικός (α. «περίτονο πέταλο του περιτοναίου» — το φύλλο του περιτοναίου που καλύπτει εσωτερικά το τοίχωμα της κοιλιακής κοιλότητας
β. «ἀσπὶς ξυλίνη βύρσῃ βοείῃ περίτονος» — ξύλινη ασπίδα σκεπασμένη από παντού με δέρμα βοδιού, Διον. Αλ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περίτονον
το περιτόναιο.