πεοίδης

Revision as of 12:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ες,

   A with a swollen πέος, Com.Adesp.1111.

German (Pape)

[Seite 559] ες, mit geschwollenem od. dickem männlichem Gliede, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πεοίδης: -ες, «ὁ μέγα καὶ ἀπρεπὲς αἰδοῖον ἔχων» Α. Β. 72, 26 ἐν λέξ. χελυνοίδης.

Greek Monolingual

-ες, Α
αυτός που έχει μεγάλο και χοντρό πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο ενός αμάρτυρου πεοιδῶ (< πέος + οἰδῶ «φουσκώνω, πρήζομαι»), πρβλ. ενοιδής < ἐνοιδῶ].