Elean for δρῦς, Hsch.
φίλαξ: κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων ἀντὶ δρῦς, «φίλαξ. δρῦς, νέος. Ἠλεῖοι» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «δρῡς, νέος. Ἠλεῑοι».