πτάρνυται, Hsch.
Α(κατά τον Ησύχ.) «πτάρνυται».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. προέλθει μέσω τών τ. φύρμα, φυρμός.