φυρμᾶται

Revision as of 12:59, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

πτάρνυται, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πτάρνυται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. προέλθει μέσω τών τ. φύρμα, φυρμός.