ἀεργία

Revision as of 14:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Ion. -ιη [ῑ], ἡ,

   A anot-working, idleness, Od. 24.251, Hes.Op.311, Bion Fr.14.6 (ubi vulg. ἀεργείᾳ).    2 of a field, a lying fallow or waste, Orac. ap. Aeschin.3.108; of the bowels, sluggishness, Aret.SD1.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεργία: Ἰων. -ίη, [ῐ], ἡ, τὸ μὴ ἐργάζεσθαι, ῥαθυμία, Ὀδ. Ω. 251, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 309, Βίων 6. 6. (ἔνθα κοινῶς ἀεργείῃ). 2) ἐπὶ ἀγροῦ· = τὸ διαμένειν αὐτὸν ἀκαλλιέργητον, ἔρημον, χέρσον, Χρησμ. παρ. Αἰσχίν. 69. 1. πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον ἀργία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 inactivité, paresse;
2 stérilité d’un champ en jachère.
Étymologie: ἀεργός.

Spanish (DGE)

v. ἀργία.

Greek Monotonic

ἀεργία: Ιων. -ίη [ῑ], , μη άσκηση εργασίας, οκνηρία, ραθυμία, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· πρβλ. Αττ. ἀργία.

Russian (Dvoretsky)

ἀεργία: эп.-ион. ἀεργίη (ῑ) ἡ
1) бездеятельность, безделье, леность Hom., Hes., Anth.;
2) запустение: τὴν χώραν ἀναθεῖναι τῷ Ἀπολλωνι ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ Aeschin. посвятить землю Аполлону, совершенно воздерживаясь от ее обработки.

Middle Liddell

[*From ἀεργός
a not working, idleness, Od., Hes.:—Cf. attic ἀργία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεργία -ας, ἡ [ἀ-, ἔργον luiheid.