ἀεργία
English (LSJ)
Ion. ἀεργίη [ῑ], ἡ,
A anot-working, idleness, Od. 24.251, Hes.Op.311, Bion Fr.14.6 (ubi vulg. ἀεργείᾳ).
2 of a field, a lying fallow or waste, Orac. ap. Aeschin.3.108; of the bowels, sluggishness, Aret.SD1.15.
Spanish (DGE)
v. ἀργία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 inactivité, paresse;
2 stérilité d'un champ en jachère.
Étymologie: ἀεργός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀεργία -ας, ἡ [ἀ-, ἔργον luiheid.
German (Pape)
ἡ, Trägheit, Od. 24.251 (ἅπαξ εἰρημ.), Untätigkeit Hes. O. 310, in beiden Stellen ῑ und danach sp.D.; Opp. H. 2.219; Ep.adesp. 590 (IX.210). Bei Aesch. 3.108 χώραν ἀναθεῖναι ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ (was er nachher erkl. τὴν χ. μήτ' αὐτοὺς ἐργάζεσθαι μήτ' ἄλλον ἐᾶν), das Wüstliegen des Ackers.
Russian (Dvoretsky)
ἀεργία: эп.-ион. ἀεργίη (ῑ) ἡ
1 бездеятельность, безделье, леность, Hom., Hes., Anth.;
2 запустение: τὴν χώραν ἀναθεῖναι τῷ Ἀπολλωνι ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ Aeschin. посвятить землю Аполлону, совершенно воздерживаясь от ее обработки.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεργία: Ἰων. -ίη, [ῐ], ἡ, τὸ μὴ ἐργάζεσθαι, ῥαθυμία, Ὀδ. Ω. 251, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 309, Βίων 6. 6. (ἔνθα κοινῶς ἀεργείῃ). 2) ἐπὶ ἀγροῦ· = τὸ διαμένειν αὐτὸν ἀκαλλιέργητον, ἔρημον, χέρσον, Χρησμ. παρ. Αἰσχίν. 69. 1. πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον ἀργία.
Greek Monotonic
ἀεργία: Ιων. -ίη [ῑ], ἡ, μη άσκηση εργασίας, οκνηρία, ραθυμία, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· πρβλ. Αττ. ἀργία.
Middle Liddell
[*From ἀεργός
a not working, idleness, Od., Hes.:—Cf. Attic ἀργία.