ἀποκριτέον

Revision as of 14:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A one must reject, opp. ἐγκριτέον, Pl.R.377c, 413d, cf. Lib.Or.25.53.    II one must answer, Pl.Prt.351d, Alc.1.114e, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρῐτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀπορρίψῃ, Πλάτ. Πολ. 377C· ἀντίθετον τῷ ἐγκριτέον, αὐτόθι 413D· ἴδε ἀποκρίνω ΙΙΙ. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἀποκριθῇ, ὁ αὐτ. Πρωτ. 351C, Ἀλκ. Ι. 114Ε· ἴδε ἀποκρίνω IV.

Spanish (DGE)

1 hay que rechazar los mitos de contenido malo, Pl.R.377c, cf. 413d
c. ac. y gen. hay que apartar a los gobernantes que sobornan ἀποκριτέον πράξεως τε καὶ προσηγορίας Lib.Or.25.53.
2 hay que responder οὐκ οἶδα ... εἰ ἐμοὶ ἀποκριτέον ἐστίν Pl.Prt.351d, cf. Alc.1.114e.

Greek Monotonic

ἀποκρῐτέον: ρημ. επίθ. του ἀποκρίνω·
I. αυτό που πρέπει κάποιος να απορρίψει, σε Πλάτ.
II. αυτό που πρέπει κάποιος να απαντήσει, στον ίδ.