ἀρεστήριος

Revision as of 14:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον,

   A propitiatory, θυσίαι D.H.1.67:—hence ἀρεστηρία (sc. θυσία), ἡ, SIG2587.223, and ἀρεστ-ήριον, τό, IG2.198c18 (iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 349] versöhnend, θυσίαι, Sühnopfer, Sp., wie Dion. Hal. 1, 67 l. d.

Spanish (DGE)

-α, -ον propiciatorio θυσίαι D.H.1.67.

Greek Monolingual

ἀρεστήριος, -α, -ον (Α)
ο ικετευτικός («ἀρεστήριοι θυσίαι» — θυσίες που έχουν σκοπό να εξιλεώσουν κάποιον θεό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρεστήρ < αρέσκω].