ἀρεστήριος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, propitiatory, θυσίαι D.H.1.67:—hence ἀρεστηρία (sc. θυσία), ἡ, SIG2587.223, and ἀρεστήριον, τό, IG2.198c18 (iv B. C.).
Spanish (DGE)
-α, -ον propiciatorio θυσίαι D.H.1.67.
German (Pape)
[Seite 349] versöhnend, θυσίαι, Sühnopfer, Sp., wie Dion. Hal. 1, 67 l. d.
Greek Monolingual
ἀρεστήριος, -α, -ον (Α)
ο ικετευτικός («ἀρεστήριοι θυσίαι» — θυσίες που έχουν σκοπό να εξιλεώσουν κάποιον θεό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρεστήρ < αρέσκω].