ατος, τό,
A fragment, splinter of bone, v. l. for περίθλασμα in Hippiatr.104.
ὑπόθλασμα: τό, τεμάχιον τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππιατρικ. σ. 254, 26.
-άσματος, τὸ, Μ ὑποθλῶτεμάχιο οστού που έχει σπάσει.