splinter

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for splinter - Opens in new window

substantive

piece torn off: V. θραῦσμα, τό, ἀγή, ἡ, σχίζα, ἡ, σχιζίον, τό, σχινδαλμός, ὁ, σχιδαλαμός, ὁ, σκινδαλμός, ὁ, σχινδάλαμος, ὁ, σκινδάλαμος, ὁ, ἀποπελέκημα, τό, περίθλασμα, τό, περικνίδιον, τό, ἔκψηγμα, τό, ἀπόκομμα, τό, διάκλασμα, τό, δίαγμα, τό, λεπίς, ἡ, παδησχέα, ἡ, παδησχέαι, αἱ, ἀπόκνισμα, τό, ἀπόθραυσμα, τό, σκόλοψ, ὁ, κάρφος, ὁ, διάξυσμα, τό, δᾳδίον, τό, ἀπογλυφή, ἡ.

piece of wreckage: P. and V. ναυάγια, τά.

needle: ἀκίς, ἡ.

of a bone: παρασχίδες, αἱ, ὑπόθλασμα, τό.

verb transitive

P. and V. καταγνύναι, Ar. and V. θραύειν (also Plato but rare P.), V. συνθραύειν, ἀγνύναι; see shiver, break.

verb intransitive

See shiver, break.

Dutch > Greek

κάρφος, σκινδάλαμος