old Sup. of ὠκύς (q. v.).
ὤκιστος: ὠκίων, ἀνώμαλον ὑπερθ. καὶ συγκρ. τοῦ ὠκύς.
v. ὠκύς.
see ὠκύς.
ὤκιστος: ὠκίων, ανώμαλος υπερθ. και συγκρ. του ὠκύς.
ὤκιστος: (= ὠκύτατος) superl. к ὠκύς.