= ῥυγχιάζω, Hsch. s.h.v. 2 = runcino, Gloss.
[Seite 846] = ῥέγχω, Hesych.
ῥογχάζω ΝΑρέγχω, ροχαλίζωαρχ.ῥυκανῶ.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥογχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ῥέγχω + ρηματ. κατάλ. -άζω].