ρέγχω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ
ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῦ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ
β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥέγκω / ῥέγχω όπως και οι υπόλοιποι τ. που συνδέονται με αυτό είναι εκφραστικοί όροι, προϊόντα ονοματοποιίας, και εμφανίζουν ποικιλία μορφών (πρβλ. ῥογχάζω, ῥόγχος, ῥωγμός, ῥογμός, ῥώχω). Η δασεία τών τύπων προέρχεται από αρκτικό s- ή F-. Κατά μια άποψη, οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα srenk-/ srungh- «ροχαλίζω» και να συνδεθούν με τ. της Κελτικής (πρβλ. αρχ. ιρλ. srennim «ροχαλίζω», μεσ. ιρλ. srēimm «ροχαλητό») και πιθ. και με τη λ. ῥύγχος].