ἀναισθητέω

Revision as of 14:45, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ")

English (LSJ)

   A lack perception, D.18.221; ἀ. ταλαιπωρίας to be without sense of weariness, J.AJ11.5.8; συμφορῶν ἀ. BJ4.3.10: abs., Epicur.Ep.1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.Abst.1.39.

German (Pape)

[Seite 190] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισθητέω: στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν αἰσθάνομαι κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être insensible.
Étymologie: ἀναίσθητος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀναισθητεύομαι Phryn.328
1 carecer de la facultad de la sensación, perder la sensibilidad Anon.Lond.11.27 (= Hippo A 11), Sor.127.6, ἡ ψυχή οὐδέποτε ... ἀναισθητεῖ Epicur.Ep.[2] 65
quedarse sin conocimiento, perder el sentido ἡ (Ἀνθία) ... ἔκειτο ἀναισθητοῦσα X.Eph.3.7.4
c. gen. no sentir, no darse cuenta de τῶν θερμῶν Plu.2.1062c, ταλαιπωρίας I.AI 11.176, συμφορῶν I.BI 4.165, ἡμῶν Ap.Ty.Ep.35, τῆς χρηστότητος αὐτοῦ Ign.Magn.10.1.
2 ser insensato ἐπεπείσμην δ' ὑπὲρ ἐμαυτοῦ τυχὸν μὲν ἀναισθητῶν, ὅμως δ' ἐπεπείσμην en lo que a mí mismo se refiere, estaba convencido, tal vez insensatamente, pero de todas formas estaba convencido D.18.221, cf. Ph.1.358, Chrys.M.57.378.

Greek Monotonic

ἀναισθητέω: μέλ. -ήσω, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναισθητέω: быть бесчувственным, равнодушным или тупым Aesop., Dem., Plut.

Middle Liddell

[from ἀναίσθητος
to want perception, Dem.