κάρδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of καρδία,
A heart-shaped ornament, IG11(2).161B 116 (pl., Delos, iii B.C.).
Greek Monolingual
το (Α κάρδιον) νεοελλ. ζωολ. γένος ελασματοβράγχιων μαλακίων της οικογένειας Cordiidae
αρχ.
κόσμημα που είχε σχήμα καρδιάς, αλλ. καρδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδία. Με τη νεοελλ. σημ. αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardium < card- (πρβλ. καρδία) + νεολατ. κατάλ. -ium που αποδίδεται με την -ιον)].