βαρύχορδος

Revision as of 08:35, 16 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ",[[" to ", [[")

English (LSJ)

ον,

   A deep-toned, φθόγγος AP12.187 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 435] φθόγγος, tiefklingend, Strat. 29 (XII, 187).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύχορδος: -ον, ὁ βαρὺν τόνον ἔχων, βαρέως ἠχούσας τὰς χορδὰς ἔχων, φθόγγος Ἀνθ.Π.12.187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sons graves.
Étymologie: βαρύς, χορδή.

Spanish (DGE)

(βᾰρύχορδος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de tonos graves φθόγγος AP 12.187 (Strat.).

Greek Monolingual

βαρύχορδος, -ον (Α)
με βαθύ, χαμηλό ήχο.

Greek Monotonic

βᾰρύχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει βαρύ τόνο στις χορδές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύχορδος: низко звучащий, низкий (φθόγγος Anth.).

Middle Liddell

χορδή
deep-toned, Anth.