λιπεσάνωρ

Revision as of 07:44, 28 September 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ἡ,

   A forsaker of her husband, of Helen, Stesich. 26.5.

Greek Monolingual

λιπεσάνωρ ή λιπεσήνωρ -ορος, ἡ (Α)
(για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπεσ- παρεκτεταμένη μορφή του λιπ(ο)- + -ανωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δυσάνωρ, πολυάνωρ].