ἀνάνδρωτος
English (LSJ)
A widowed, εὐναί S.Tr.110 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 199] des Mannes beraubt, verwittwet, εὐναί Soph. Tr. 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάνδρωτος: θήλ. ἐστερημένη, ἔρημος ἀνδρός, εὐναὶ Σοφ. Τρ. 110.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. f.
sans époux.
Étymologie: ἀ, ἀνδρόω.
Spanish (DGE)
-ον sin marido εὐναί S.Tr.110.
Greek Monolingual
ἀνάνδρωτος, -ον (Α) ἀνδοῦμαι
ο στερημένος από άνδρα.
Greek Monotonic
ἀνάνδρωτος: -ον (ἀνδρόω), ορφανός, στερημένος, εὐναί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάνδρωτος: adj. f лишившаяся супруга, овдовевшая (εὐναί Soph.).