ἀνάνδρωτος

Revision as of 18:20, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")

English (LSJ)

   A widowed, εὐναί S.Tr.110 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 199] des Mannes beraubt, verwittwet, εὐναί Soph. Tr. 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάνδρωτος: θήλ. ἐστερημένη, ἔρημος ἀνδρός, εὐναὶ Σοφ. Τρ. 110.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
sans époux.
Étymologie: ἀ, ἀνδρόω.

Spanish (DGE)

-ον sin marido εὐναί S.Tr.110.

Greek Monolingual

ἀνάνδρωτος, -ον (Α) ἀνδοῦμαι
ο στερημένος από άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνάνδρωτος: -ον (ἀνδρόω), ορφανός, στερημένος, εὐναί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάνδρωτος: adj. f лишившаяся супруга, овдовевшая (εὐναί Soph.).

Middle Liddell

ἀνδρόω
widowed, εὐναί Soph.