ἀνδρόω

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρόω Medium diacritics: ἀνδρόω Low diacritics: ανδρόω Capitals: ΑΝΔΡΟΩ
Transliteration A: andróō Transliteration B: androō Transliteration C: androo Beta Code: a)ndro/w

English (LSJ)

A change into a man, Lyc.176,943.
II rear up into manhood, AP7.419 (Mel.), Plu.2.490a:—Pass., ἀνδροῦμαι, ἀνδρόομαι = become a man, reach manhood, Hdt.1.123, 2.32, Hp.Art.58, E.HF42, Ant.Lib.13.3, etc.: metaph., διθύραμβοι ἠνδρωμένοι Macho ap.Ath.8.341c: also in Med., = συγγενέσθαι, Hsch.
III in Pass., also of a woman, have sexual relations, virum experta sum, ἠνδρώθησαν D.C.Fr.87.3; ἠνδρωμέναι Id.67.3.

German (Pape)

[Seite 219] in Männer verwandeln, σπόρον Lycophr. 943; μύρμηκες 176; zum Manne aufziehen, Τύρος με ἤνδρωσε Mel. 126 (VII, 419); τὸν παῖδα θρέψας καὶ ἀνδρώσας Plut. frat. am. 18 g. E. Häufiger pass., ἀνδρόομαι, ins Mannesalter treten, Her. 1, 123 und öfter; ἐπειδὰν ἀνδρωθῶσι, sobald sie Männer geworden, Plat. Conv. 192 a, wie ἠνδρωμένοι Eur. Herc. Fur. 42. – Aber ἀνδρωθεῖσα, vom Manne beschlafen, virum experta, Dio Cass.

French (Bailly abrégé)

ἀνδρῶ :
Act. seul. ao. ἄνδρωσα;
Pass. ao. ἀνδρώθην, pf. ἄνδρωμαι;
élever jusqu'à l'âge d'homme, former de façon à rendre homme ; Pass. arriver à l'âge d'homme, devenir homme ; se conduire en homme.
Étymologie: ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρόω: делать мужем (τινα Plut., Anth.); pass. становиться мужем, мужать, достигать зрелости Her., Plat., Arst., Plut.: ἠνδρωμένοι Eur. достигшие зрелого возраста.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόω: μέλλ. -ώσω, μεταβάλλω εἰς ἄνδρα, Λυκόφρ. 176. 943. ΙΙ. ἀνατρέφω μέχρι τῆς ἀνδρικῆς ἡλικίας, «μεγαλώνω» ἤνδρωσεν δ᾽ ἱερὰ δεξαμένη με Τύρος Ἀνθ. Π. 7. 418, Πλούτ. 2. 490Α: - Παθ., γίνομαι ἀνήρ, φθάνω εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Ἡρόδ. 1. 123., 2. 32, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 42, κτλ.: - μεταφ., διθύραμβοι ἠνδρωμένοι Μάχων παρ᾽ Ἀθην. 341C. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως καὶ ἐπὶ γυναικός, ἀνδρωθεῖσα, ἀνδρὸς πεῖραν λαβοῦσα, Λατ. virum experta, Βαλκεν. Ἱππ. 490, Gatak. εἰς Μ. Ἀντων. 1. 17· καθ᾽ Ἡσύχ. «ἀνδρωθεῖσα· ἀνδρὶ συνοικήσασα, διακορηθεῖσα». - Πρβλ. ἀδρόομαι.

Greek Monotonic

ἀνδρόω: μέλ. -ώσω (ἀνήρ),
I. ανατρέφω μέχρι την ανδρική ηλικία, σε Ανθ. — Παθ., γίνομαι άνδρας, φτάνω στην ανδρική ακμή, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. στην Παθ., λέγεται επίσης για γυναίκα, βρίσκομαι σε ηλικία γάμου, σε Ευρ.

Greek Monolingual

(AM ἀνδροῦμαι, ἀνδρόομαι, ενεργ, ἀνδρῶ, ἀνδρόω)
(για νέο) ενηλικιώνομαι
νεοελλ.
γίνομαι ανδρείος
μσν.-αρχ.
παντρεύομαι
αρχ.
1. (το ενεργ.) α) καθιστώ άνδρα κάποιον
β) προσδίδω ανδρεία
2. μέσ. έχω γενναία όψη.

Middle Liddell

ἀνήρ
I. to rear up into manhood, Anth.: —Pass. to become a man, reach manhood, Hdt., Eur.
II. in Pass. also of a woman, to be of marriageable age, Eur.