ζευγοφοροῦμαι, -έομαι (Α)μεταφέρομαι από ζεύγος βοδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -φορούμαι (< -φόρος < φέρω), πρβλ. προικο-φορούμαι, τυμπανο-φορούμαι].