ζευγοφορούμαι

Revision as of 18:37, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

ζευγοφοροῦμαι, -έομαι (Α)
μεταφέρομαι από ζεύγος βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -φορούμαι (< -φόρος < φέρω), πρβλ. προικο-φορούμαι, τυμπανο-φορούμαι].