κεδρίνεος

Revision as of 20:09, 8 November 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, poet. for κέδρινος, of cedar, made from cedar Nic.Al.488.

German (Pape)

[Seite 1411] = Folgdm; πίσσα Nic. Al. 488.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρίνεος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νικ. Ἀλ. 488.

Greek Monolingual

κεδρίνεος, -έα, -ον
(Α)
ποιητ. τ. του κέδρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ίνεος, (παρεκτεταμένη μορφή της κατάλ. -ινος), πρβλ. ελεφαντ-ίνεος, ερ-ίνεος. Ο τ. κεδρίνεος χρησιμοποιείται αντί του κέδρινος για μετρικούς λόγους].