[ᾰ], ἡ,
A = τρύπανον, Hdn.Gr.2.924, Hsch.
τρῡπάνη: [ᾰ], ἡ, τρύπανον, «τρυπάνη· ἐργαλεῖον τεκτονικὸν» Ἡσύχ.
η, ΝΑτο τρυπάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. τρύπανον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].