γέλγη

Revision as of 10:39, 28 November 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

έων, τά,

   A = ῥῶπος, frippery: the market where they are sold, Eup.304, Luc.Lex.3. (γέλγη, ἡ, Ael.Dion.Fr.295, is prob. an error due to Eust.)

German (Pape)

[Seite 479] τά, kleine, kurze Waaren, = ῥῶπος, Eupol. Poll. 9, 47; die Form ἡ γέλγη scheint falsch; auch = Näschereien, u. bei Luc. Lexiph. 3 der Marktplatz dafür.

Greek (Liddell-Scott)

γέλγη: -ῶν, τά, = ῥῶπος, μικραὶ πραγματεῖαι, «ψιλικὰ» ἢ παλαιὰ πράγματα, καὶ ὁ τόπος ἔνθα πωλοῦνται, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5, Λουκ. Λεξιφ. 3. (γέλγη, ἡ, φαίνεται ὅτι εἶναι σφάλμα τῶν γραμμ.).

French (Bailly abrégé)

ῶν (τά) :
marché aux chiffons, aux objets de rebut.
Étymologie: DELG t. pop. sans étym.

Spanish (DGE)

-έων, τά

• Morfología: [ac. sg. fem. γέλγην Eust.927.54]
1 trapería Eup.327, ἐπὶ τὰ γέλγη ἀπαντᾶν Luc.Lex.3.
2 mercadería barata, baratijas, objetos de segunda mano Ael.Dion.ρ 14, Poll.3.127, 7.8, Moer.106, Eust.l.c.

• Etimología: Quizá rel. c. gr. γέλγις aunque semánticamente no se ve.

Greek Monolingual

γέλγη, τα και γέγλη, η (Α)
1. τα ψιλικά
2. το ψιλικατζίδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης λέξη άγνωστης ετυμολ. Αναφέρεται σε κουρέλια και παντός είδους παλιά αντικείμενα. Πιθανώς συνδέεται με το γέλγις].

Russian (Dvoretsky)

γέλγη: ῶν τά толкучий рынок, толкучка Luc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: frippery (Eup., Luk.). Acc. to H. (ὁ ῥῶπος καὶ) βάμματα, καὶ ἄτρακτοι, καὶ κτένες.
Derivatives: γέλγει βαπτίζει, χρωματίζει and γέλγια πήνη, σπάθη, κουράλια H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. Hardly to γέλγις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέλγη -έων, τά rommelmarkt.

Frisk Etymology German

γέλγη: {gélgē}
Grammar: n. pl.
Meaning: ‘Trödel(waren)’ (Eup., Luk.). Nach H. auch = βάμματα, καὶ ἄτρακτοι, καὶ κτένες.
Derivative: Dazu γέλγει· βαπτίζει, χρωματίζει und γέλγια· πήνη, σπάθη, κουράλια H.
Etymology : Volkstümliches Wort ohne Etymologie. Vgl. γέλγις.
Page 1,295