σπληνίτης

Revision as of 16:50, 30 November 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>" to "ῑ], ου, ὁ")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of or due to the spleen, ὑδρωπισμός Diocl.Fr.47: fem. σπλην-ῖτης, ιδος, ἡ, φλέψ a bloodvessel of the spleen, Diog.Apoll.6, Hp.Morb.1.26, Ruf.Onom. 200.    II disease of the spleen, οἱ παλαιοί ap.Gal.18(1).145.

German (Pape)

[Seite 922] ὁ, fem. σπληνῖτις, von der Milz; φλέψ, Milzblutader, Arist. H. A. 3, 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ανήκει στη σπλήνα ή προέρχεται από αυτήν («σπληνίτης ὑδρωπισμός», Διοκλ. Καρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + επίθημα -ίτης (πρβλ. σιαγον-ίτης)].