admonish
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. νουθετεῖν, παραινεῖν (dat.), δίδάσκειν, συμβουλεύειν (dat.), V. φρενοῦν, πινύσκειν (once), παρηγορεῖν.
bring to book: P. and V. σωφρονίζειν, ῥυθμίζειν, Ar. and V. ἁρμόζειν.
P. and V. νουθετεῖν, παραινεῖν (dat.), δίδάσκειν, συμβουλεύειν (dat.), V. φρενοῦν, πινύσκειν (once), παρηγορεῖν.
bring to book: P. and V. σωφρονίζειν, ῥυθμίζειν, Ar. and V. ἁρμόζειν.