prise
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
V. ἀναμοχλεύειν, μοχλοῖς τριανοῦν, μοχλεύειν, Ar. ἐκμοχλεύειν.
join in prising: Ar. συνεκμοχλεύειν (absol.).
V. ἀναμοχλεύειν, μοχλοῖς τριανοῦν, μοχλεύειν, Ar. ἐκμοχλεύειν.
join in prising: Ar. συνεκμοχλεύειν (absol.).