refute
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν, P. ἀπελέγχειν, διελέγχειν.
easy to refute, adj.: P. εὐέλεγκτος, εὐεξέλεγκτος.
P. and V. ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν, P. ἀπελέγχειν, διελέγχειν.
easy to refute, adj.: P. εὐέλεγκτος, εὐεξέλεγκτος.